- μακροκέφαλος
- η , ο [ος , ον ] мед. макроцефал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακροκέφαλος — long headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροκέφαλος — η, ο (Α μακροκέφαλος, ον) νεοελλ. ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία αρχ. 1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά τής Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως… … Dictionary of Greek
μακροκέφαλον — μακροκέφαλος long headed masc/fem acc sg μακροκέφαλος long headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροκεφαλώτατοι — μακροκέφαλος long headed masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροκεφάλου — μακροκέφαλος long headed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροκεφάλους — μακροκέφαλος long headed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροκεφάλων — μακροκέφαλος long headed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροκέφαλα — μακροκέφαλος long headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροκέφαλοι — μακροκέφαλος long headed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυσητηρίδες — (Physeteridae). Οικογένεια θηλαστικών ζώων της τάξης των κητωδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, που διακρίνονται για το υπερβολικά μεγάλο κεφάλι, το οποίο αποτελεί το 1/3 ολόκληρου του σώματος. Μόνο το κάτω σαγόνι τους έχει δόντια, γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
macrocéfalo — ► adjetivo/ sustantivo MEDICINA Que padece macrocefalia. * * * macrocéfalo, a (del gr. «makroképhalos») 1 adj. De *cabeza desproporcionada o desusadamente grande. 2 Se aplica también en sentido figurado, tanto con significado material a cosas que … Enciclopedia Universal